του Γιάννη Μιχελή
Όποιος παρακολούθησε την πρόσφατη 4η
Διεθνή Διάσκεψη για την Αποανάπτυξη στη Λειψία της Γερμανίας, θα παρατήρησε από
την πρώτη στιγμή ότι κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν έπλεξε το εγκώμιο της
αειφόρου ανάπτυξης, εις πείσμα των καιρών, που προσπαθούν μετά βίας να
επαναφέρουν τη λέξη «ανάπτυξη» στην καθημερινότητα των πολιτών. Παρόλα αυτά, η
ανάπτυξη αυτή καθαυτή και τα παρελκόμενά της είχαν κεντρική θέση στη Διάσκεψη,
καθώς ένα πλήθος πάνω από τρεις χιλιάδες συμμετεχόντων συζήτησαν τις τρέχουσες
τάσεις σε τομείς του περιβάλλοντος, της πολιτικής, της οικονομίας και της
κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» άρχισε να
χρησιμοποιείται ευρέως τη δεκαετία του 1970 και του 1980, για να υποστηρίξει
την θέση πως οι περιβαλλοντικές αρχές και κάποια ελάχιστα οικολογικά όρια
πρέπει να τηρούνται στο πλαίσιο της ανάπτυξης, η οποία, από τη σκοπιά του
οικονομικού ρεαλισμού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική ανάπτυξη. Ο
όρος «βιώσιμη ανάπτυξη» έτυχε αποδοχής σε ευρεία κλιμάκα, κυρίως μέσω της
Επιτροπής για την Αειφόρο Ανάπτυξη του ΟΗΕ, ενός εκ των πολλών κυβερνητικών και
μη οργανισμών που συστάθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, για να
συμπεριλάβουν οικολογικούς στόχους στη χάραξη της πολιτικής.